- ἀνακυλίσῃ
- ἀνακυλί̱σῃ , ἀνά-κυλίνδωrollaor subj mid 2nd sgἀνακυλί̱σῃ , ἀνά-κυλίνδωrollaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] … Dictionary of Greek